- εμπληγδην
- ἐμπλήγδηνἐμ-πλήγδηνadv. безрассудно, не подумавши
(τίειν χείρονα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τίειν χείρονα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εμπλήγδην — ἐμπλήγδην (Α) επίρρ. μανιωδώς, παράφορα … Dictionary of Greek
ἐμπλήγδην — madly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπλήγδην — (Α) επίρρ. (στο λεξ. Σούδα) επιτεταμένος τ. τού ἐμπλήγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. πληγ τού πλήττω* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμ πλήγδην)] … Dictionary of Greek